Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Άρθρο Γιάννη Φ. Ιωαννίδη, “ΤO BHMA”, 15/9/2013



" ΜΕ ΤΗΝ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Στον δημόσιο λόγο αναφέρεται συχνά, τόσο που καταντά κοινοτοπία, ότι η Ελλάδα είναι ένα από τα πιο συγκεντρωτικά ευρωπαϊκά κράτη. Η διαπίστωση ωστόσο δεν αρκεί. Ο σχετικός προβληματισμός εν μέσω κρίσης και έπειτα από τρία χρόνια εφαρμογής του «Καλλικράτη» πρέπει να οδηγεί και σε πρακτικά συμπεράσματα και προτάσεις πολιτικής. Η ολοκλήρωση μιας πραγματικής διοικητικής μεταρρύθμισης στην κατεύθυνση της αποκέντρωσης προβάλλει σήμερα ως αναγκαιότητα, τόσο για λόγους αρχής που προκύπτουν από το Σύνταγμα και το δίκαιο της ΕΕ όσο και για προφανείς οικονομικούς λόγους. Πρέπει να αξιοποιήσουμε τα διδάγματα από την εμπειρία άλλων κρατών, είτε προηγμένων είτε αναπτυσσόμενων, ή έστω τις σχετικές εκθέσεις των διεθνών οργανισμών: το συγκεντρωτικό μοντέλο διοικητικής οργάνωσης είναι η ασφαλέστερη οδός για να καθυστερήσει η έξοδος από την κρίση. Αντιθέτως, η αποκέντρωση πόρων και αρμοδιοτήτων είναι ο οικονομικότερος  και δημοκρατικότερος τρόπος για τη θεσμική και κοινωνικοοικονομική ανασυγκρότηση της χώρας.
Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες περικοπές κατά την εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής συγκριτικά με τους υπόλοιπους φορείς του δημόσιου τομέα. Συνυπολογίζοντας το κόστος των αρμοδιοτήτων που μεταφέρθηκαν στους δήμους και στις περιφέρειες, οι μειώσεις υπερβαίνουν το 50% όσον αφορά την τακτική επιχορήγηση για τα λειτουργικά έξοδά τους και θα ξεπεράσουν το 70% στις εθνικές επιχορηγήσεις για επενδύσεις. Παρά τις περικοπές, οι ΟΤΑ μπόρεσαν να επιβιώσουν και σε περιβάλλον παρατεταμένης ύφεσης να αναλάβουν ακόμη περισσότερες ευθύνες λόγω της αυξημένης ζήτησης κοινωνικών υπηρεσιών.
Τούτο κατέστη δυνατό διότι στην Αυτοδιοίκηση έγιναν πράγματι διαρθρωτικές αλλαγές. Ο συνολικός απολογισμός είναι λοιπόν θετικός, χωρίς καμία διάθεση εξωραϊσμού της εικόνας ή παραγνώρισης των προβλημάτων. Επιπλέον υπήρξαν πρόσφατα και δύο σημαντικές αλλά άγνωστες στο ευρύ κοινό θετικές εξελίξεις. Το φθινόπωρο του 2012, αντίθετα με τις προβλέψεις, το υπουργείο Εσωτερικών τεκμηρίωσε ανατροπή του οικονομικού αποτελέσματος της Αυτοδιοίκησης: από ταμειακό έλλειμμα 558 εκατομμυρίων σε πλεόνασμα 321 εκατομμυρίων. Βελτιώσαμε, δηλαδή, τον ενοποιημένο προϋπολογισμό της Αυτοδιοίκησης κατά 879 εκατ. ευρώ. Με τον τρόπο αυτόν αποφεύχθηκαν περαιτέρω περικοπές για τα επόμενα χρόνια, ενώ παράλληλα μειώθηκε το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης και άρα η πίεση της τρόικας για υιοθέτηση επιπρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων εις βάρος της αγοράς και της κοινωνίας. Τον περασμένο Ιούνιο καταφέραμε να βελτιώσουμε ακόμη περισσότερο, κατά περίπου 750 εκατ. ευρώ, το ταμειακό πλεόνασμα για τα έτη 2012-2016 καλύπτοντας εκ νέου δημοσιονομικά κενά της γενικής κυβέρνησης.
Αυτά δεν έγιναν εκ θαύματος. Συμβαίνουν όταν συνδυάζονται οι πραγματικές διαρθρωτικές αλλαγές, που δημιουργούν τη δική τους δυναμική, με την ανάδειξη της σοβαρής δουλειάς επιτελικών υπηρεσιακών στελεχών (δημοσίων υπαλλήλων, δηλαδή...). Βεβαίως, η πραγματοποίηση μεγάλων αλλαγών σε μια τόσο δυσμενή συγκυρία ενέτεινε τα προβλήματα και τις δυσλειτουργίες που συνοδεύουν αναπόφευκτα κάθε μεταρρύθμιση. Εξάλλου, παρά τις όποιες αντιρρήσεις διατυπώνονται για τις προτεραιότητες του «Καλλικράτη», που έδωσε μεγαλύτερο βάρος στην αλλαγή των δομών από αυτήν των διοικητικών διαδικασιών, τόσο ο αρχικός σχεδιασμός όσο και οι σημερινές προκλήσεις επιβάλλουν τη συνέχιση της πορείας στην ίδια κατεύθυνση.
Πρέπει, έπειτα από ουσιαστικό διάλογο, να προγραμματίσουμε την ολοκλήρωση του μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος. Αλλάζοντας την εικόνα της αποκεντρωμένης διοίκησης και της Αυτοδιοίκησης μπορούμε να αλλάξουμε τη συνολική εικόνα του κράτους. Χρειάζονται ριζικές τομές για την ενδυνάμωση των κοινωνικών υπηρεσιών, τον αναπτυξιακό ρόλο των δήμων και των περιφερειών, καθώς και στον τρόπο άσκησης των αρμοδιοτήτων που σχετίζονται με το περιβάλλον, τη χωροταξία και την πολεοδομία. Και θα είναι κρίμα να υπονομευθεί  ή να αναβληθεί για αργότερα αυτό το εγχείρημα.
Για όλους αυτούς τους λόγους είναι ακόμη σημαντικότερο τώρα να στηριχθεί η Αυτοδιοίκηση. Όχι βέβαια μόνο με πόρους, αλλά και τίποτα δεν γίνεται χωρίς καθόλου πόρους. Όχι με πόρους που θα κατευθύνονται στη συντήρηση των όποιων παθογενειών παραμένουν αλλά πάντως με πόρους τόσους και τέτοιους που να επιτρέπουν στο κράτος να εκπληρώνει την αποστολή του. Αποστολή που εν προκειμένω συνίσταται στη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων και στη στήριξη των αδυνάτων. Σε μια πολιτική συνοχής, όπως θα λέγαμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πολιτική που εξ ορισμού προϋποθέτει τη συμμετοχή της κοινωνίας, πόσω μάλλον της τοπικής κοινωνίας.

Η δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας για να είναι επιτυχής πρέπει να συνδυάζεται με τη διοικητική μεταρρύθμιση με την κυριολεκτική της έννοια, που δεν ταυτίζεται με τις μνημονιακές δεσμεύσεις. Εξάλλου, μια πολιτική που εμπνέεται από αρχές και συνοδεύεται από συγκροτημένο σχέδιο είναι συνήθως και πιο αποτελεσματική, ακόμη και στο επίπεδο των οικονομικών μεγεθών.

Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Συμμετοχή στην εκδήλωση  
«Στην Θεσσαλονίκη της μνήμης δεν έχουν θέση ο ναζισμός, ο ρατσισμός, η βία»

          





Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Άρθρο Γιάννη Φ. Ιωαννίδη, “ΤO BHMA”, στις 26/5/2013



“ΛΟΓΟΣ, ΒΙΑ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ

Το 1979 η τότε κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή ψήφισε τον ακόμη σήμερα ισχύοντα «αντιρατσιστικό» νόμο 927/1979 «περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις». Ποινικοποιεί, στη σημερινή του μορφή, τη δημόσια προτροπή σε πράξεις ή ενέργειες που μπορεί να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπων ή ομάδας προσώπων λόγω φυλετικής ή εθνικής καταγωγής ή θρησκεύματος αλλά και την έκφραση ιδεών προσβλητικών για τα παραπάνω πρόσωπα. Τιμωρεί επίσης τη συμμετοχή σε οργανώσεις που προπαγανδίζουν φυλετικές διακρίσεις.
Το 2008, η τότε κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή υιοθέτησε τροποποίηση του αρ. 79 του Ποινικού Κώδικα, προσθέτοντας στις επιβαρυντικές περιστάσεις για την επιμέτρηση της ποινής το λεγόμενο ρατσιστικό κίνητρο τέλεσης ενός εγκλήματος, που όμως δεν αλλάζει υποχρεωτικά το πλαίσιο της ποινής και σπανίως εφαρμόζεται. Την ίδια χρονιά, η ίδια κυβέρνηση συναίνεσε στην έγκριση από το Συμβούλιο της ΕΕ της απόφασης-πλαίσιο για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, στην οποία ρητώς προβλέπονται, μεταξύ άλλων, ρυθμίσεις που δεν περιλαμβάνονται στην εθνική νομοθεσία, ιδίως οι εξής: ποινικοποίηση της άρνησης κάθε αναγνωρισμένης γενοκτονίας και εγκλημάτων πολέμου και κυρώσεις σε νομικά πρόσωπα προς όφελος των οποίων διαπράττονται ρατσιστικά αδικήματα. Τέλος, κατά την απόφαση-πλαίσιο οι ποινές πρέπει να είναι στερητικές της ελευθερίας και να είναι αρκούντως αποτελεσματικές και αποτρεπτικές. Προθεσμία ενσωμάτωσης; Νοέμβριος 2010.
Από το 2011, όταν η τότε κυβέρνηση έθεσε σε δημόσια διαβούλευση σχέδιο νόμου, που, αφενός μεν ενσωμάτωνε την απόφαση-πλαίσιο της ΕΕ, αφετέρου δε προέβλεπε σοβαρές ασφαλιστικές δικλίδες για την προστασία της ελευθερίας του λόγου, ο σχετικός δημόσιος διάλογος κινείται συχνά μεταξύ αβάσταχτης ελαφρότητας, καθαρής υποκρισίας και ρατσιστικής παρεκτροπής.
Ανησυχούν πολλοί, ορισμένοι καλόπιστα, για την ελευθερία του λόγου και τη δήθεν καθιέρωση της πολιτικής ορθότητας, σε μια χώρα που, ενώ ισχύει τόσο ευρύς αντιρατσιστικός νόμος εδώ και τρεισήμισι δεκαετίες, δεν έχει καταδικασθεί ουδέποτε κανείς από όσους συστηματικά βυσσοδομούν εναντίον αλλοδαπών, αλλόθρησκων, αλλόδοξων, ομοφυλόφιλων κ.λπ., ακόμη και σε κανάλια εθνικής εμβέλειας, ακόμη κι αν είναι δημόσια πρόσωπα ή λειτουργοί. Και τούτο ενώ, σε αντίθεση με τον ισχύοντα νόμο, προβλέπεται πλέον η ουσιαστική εγγύηση ότι μπορεί ο καθένας να δηλώνει υπερήφανα ρατσιστής, αρνητής της γενοκτονίας κ.λπ., φτάνει να μην το κάνει κατά τρόπο που να απειλεί ευθέως τη δημόσια τάξη, φτάνει να μην παρακινεί σε πογκρόμ και βεβηλώσεις νεκροταφείων και μνημείων του Ολοκαυτώματος.
Εν τω μεταξύ, αποκαλύπτεται μέρα με τη μέρα ότι τάγματα εφόδου περιπολούν τα βράδια καίγοντας μαγαζιά, εκφοβίζοντας μετανάστες, χαρακώνοντας στο πρόσωπο ανήλικους πρόσφυγες, ενώ πληθαίνουν και τα κρούσματα ανοργάνωτης βίας, που μαρτυρούν την εκτράχυνση των ανθρώπινων σχέσεων, αν όχι έναν διάχυτο εκφασισμό. Ενας νόμος που να τυποποιεί ένα αυστηρότερο πλαίσιο ποινής για τα ρατσιστικά εγκλήματα, με στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για τους θύτες και αποτελεσματική προστασία των θυμάτων και των ουσιωδών μαρτύρων, δεν είναι άραγε αναγκαίος για να αποκτήσουμε κυρώσεις «αναλογικές, αποτελεσματικές και αποτρεπτικές»;

Το ότι ο νεοναζισμός και η ρατσιστική βία δεν αντιμετωπίζονται μόνο με κυρώσεις το ξέρουμε όλοι. Οπως και ότι είναι πάντοτε λεπτές οι σταθμίσεις μεταξύ ελευθερίας του λόγου και προστασίας των δικαιωμάτων, ακόμη και των πλέον αδυνάτων, και των πλέον ευάλωτων συνανθρώπων μας. Ο νέος αντιρατσιστικός νόμος όμως πρέπει να είναι ένα πρώτο βήμα στη στοιχειώδη συνεννόηση μεταξύ των δυνάμεων που πιστεύουν στο Δημοκρατικό Κράτος Δικαίου. Αρκεί να γίνει συνείδηση ότι για να προστατεύσουμε το πολίτευμα, πρέπει να ξεκινήσουμε προστατεύοντας τη ζωή, τα δικαιώματα, την αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου απέναντι στη βία. Η πάλη κατά της ανομίας, εξ ορισμού, δεν μπορεί να είναι επιλεκτική. “

Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Άρθρο Γιάννη Φ. Ιωαννίδη, “Το Έθνος”, 25.5.2013

http://www.ethnos.gr/entheta.asp?catid=25862&subid=2&pubid=63833224


“  Γιατί πρέπει να μπει φραγμός στον ρατσισμό

Απορία πρώτη (για τη βία): Ποια πρέπει να είναι η αντίδραση του νόμου και της τάξης όταν ένας δεκατετράχρονος χαρακώνεται στο πρόσωπο από μια συμμορία, μόνο και μόνο γιατί είναι μετανάστης; Κατά τα σήμερον ισχύοντα, αν ο δράστης αποκαλυφθεί, θα διωχθεί για πλημμέλημα (επικίνδυνη σωματική βλάβη). Εάν, όταν φτάσει η υπόθεση στο ακροατήριο, οι δικαστές δεχτούν ότι το έγκλημα είχε ρατσιστικό κίνητρο, το πλαίσιο ποινής δεν θα αλλάξει, το πολύ, αν αναγνωρίσουν και κάποιο ελαφρυντικό, να επιβάλουν ποινή φυλάκισης που θα αναστέλλεται ή θα μετατρέπεται σε χρηματική. Ο δράστης δηλαδή, τόσο πριν όσο και μετά την καταδίκη του, θα κυκλοφορεί ελεύθερος και, γιατί όχι, θα θέσει και υποψηφιότητα στις εκλογές. Εν τω μεταξύ το θύμα θα έχει πιθανότατα απελαθεί, μπορεί και πριν από τη δίκη.
Μήπως χρειάζεται νόμος που να επιβαρύνει το πλαίσιο ποινής και τις προϋποθέσεις αναστολής και μετατροπής των εγκλημάτων ρατσιστικής βίας; Μήπως, αν έτσι κρίνει ο εισαγγελέας, το θύμα και οι μάρτυρες πρέπει να προστατεύονται από την απέλαση και να έχουν νομική βοήθεια; Δεν είναι εξάλλου αυτό αναγκαίο για όλα τα σοβαρά αδικήματα, ανεξαρτήτως κινήτρου, που μπορεί και να έχουν ως θύματα Ελληνες αλλά και ως θύτες αλλοδαπούς; Εκτός κι αν έχουμε την πολυτέλεια να αδιαφορούμε αμέριμνοι για την εξάπλωση της βίας.
Τέλος, μια κακουργηματική πλαστογραφία ή μια διακεκριμένη κλοπή μπορεί να οδηγήσει σε στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Αντιθέτως, ο μαχαιροβγάλτης ρατσιστής δεν έχει τέτοιο φόβο. Είναι αυτή η αντίληψη που ταιριάζει σε μια Δημοκρατία;
Απορία δεύτερη (για τον λόγο): Ζούμε μήπως σε κάποια χώρα όπου βασιλεύει η πολιτική ορθότητα; Όπου δεν τολμά κανείς να κάνει πλάκα στις παρέες, όπου δεν διανοείται να προσβάλει στην τηλεόραση έναν αλλόθρησκο, να καταγγείλει τους ομοφυλόφιλους, να στοχοποιήσει τους μετανάστες; Είμαστε δηλαδή σε καθεστώς υπερπροστασίας των μειοψηφιών;
Έχουμε έναν αντιρατσιστικό νόμο που έχει ξεπεράσει σε ηλικία τα τριάντα χρόνια. Σε στάδιο ωριμότητας δηλαδή. Δεν έχει εφαρμοστεί σχεδόν ποτέ. Μάλιστα, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε πρόσφατα ότι το να γράφεις «Έτσι θέλουν οι Εβραίοι. Διότι μόνο έτσι καταλαβαίνουν.
Εντός 24 ωρών και εκτελεστικό απόσπασμα» δεν συνεπάγεται κάποια κύρωση. Ετσι ερμήνευσαν οι ανώτατοι δικαστές τον Ν. 927/1979 που τιμωρεί τη δημόσια προτροπή σε πράξεις ή ενέργειες που μπορεί να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπων ή ομάδας προσώπων λόγω φυλετικής ή εθνικής καταγωγής ή θρησκεύματος αλλά ακόμα και την απλή έκφραση ιδεών προσβλητικών για τα παραπάνω πρόσωπα.
Προσωπικά, θεωρώ και δημοκρατικά ατελέσφορη και δικαιοπολιτικά προβληματική την προσβολή της ελευθερίας του λόγου. Τι σχέση έχει όμως η δικανική, πολιτική και μιντιακή πραγματικότητα που ζούμε με την πολιτική ορθότητα;
Και ποιος μπορεί με ειλικρίνεια να ανησυχεί αν εισαχθεί διάταξη που θα εγγυάται μεν το δικαίωμα διατύπωσης ακόμα και ρατσιστικών απόψεων ή και την άρνηση του Ολοκαυτώματος, αλλά θα τιμωρεί την προτροπή σε βιαιοπραγίες και μίσος κατά συγκεκριμένων ευάλωτων ομάδων, όπως προτείναμε στο υπουργείο Δικαιοσύνης από το 2011, όπως ρητώς καταγράφεται στην πρόταση νόμου που κατέθεσε η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ τον περασμένο Φεβρουάριο;
Απορία τελική: Έτσι, με νόμους και διατάγματα, θα λύσουμε το ζήτημα της ανόδου του νεοναζισμού; Απάντηση: Όχι μόνον έτσι. Αλλά αν δεν προστατεύσουμε τους πολίτες από τη βία, τότε δεν θα προστατεύσουμε τη Δημοκρατία από τους εχθρούς της.
Και δεύτερον, αλλά όχι έλασσον, αν περιμένουμε να βγούμε από το μνημόνιο για να ασχοληθούμε με τον φασισμό, μήπως ανεπαισθήτως νομιμοποιούμε τους φασίστες, που δεν τους κοστίζει δα και πολύ να εμφανίζονται ως αντιμνημονιακοί;
Αν δεν προστατεύσουμε τους πολίτες από τη βία, τότε δεν θα προστατεύσουμε τη Δημοκρατία από τους εχθρούς της. ”

Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Στην ενημερωτική συνάντηση αιρετών ελληνικών νησιωτικών Δήμων, στις Βρυξέλλες, με συνδιοργανωτές το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Δήμων & Περιφερειών (Council of European Municipalities and Regions, CEMR) και την Ε.Ε.Τ.Α.Α. και θέμα "Η νέα προγραμματική περίοδος 2014-2020, προκλήσεις για την ελληνική Αυτοδιοίκηση".
Συμμετείχαν, εκτός από το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικών, κ. Γιάννη Φ. Ιωαννίδη, ο Γενικός Γραμματέας του CEMR, κ. Frédéric Vallier, η Επίτροπος Θαλασσίων Υποθέσεων & Αλιείας της Ε.Ε., κα Μαρία Δαμανάκη